H εθνομουσικολόγος μάς ταξιδεύει νοερά μερικές δεκαετίες πίσω στον χρόνο, ζωντανεύοντας μια καλή εποχή της παραδοσιακής μουσικής.

-Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον για να ερευνήσεις την ιστορία του Κύπριου βιολάρη; Το 2005 επέστρεψα στην Κύπρο από το Λονδίνο όπου σπούδαζα, για να πραγματοποιήσω επιτόπια έρευνα που ήταν μέρος του διδακτορικού μου. Ως μέρος της έρευνάς μου, έπρεπε να μιλήσω με παραδοσιακούς μουσικούς κάνοντας εθνογραφικές συνεντεύξεις. Κάθε φορά που γνώριζα έναν μουσικό –ιδιαίτερα έναν ηλικιωμένο μουσικό– πριν ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, ζητούσα πρώτα να μου πει λίγα λόγια για τον εαυτό του. Οι αφηγήσεις των μουσικών ήταν συναρπαστικές, αφού αποκάλυπταν όχι μόνο τις δικές τους προσωπικές ιστορίες, αλλά και την ιστορία μιας ξεχωριστής επαγγελματικής τάξης που έχει σχεδόν χαθεί – μαζί με το τοπίο και τον κόσμο που υπήρχε γύρω της. Οι ιστορίες αυτές ήταν ο σπόρος που, σιγά-σιγά, οδήγησε στο βιβλίο.

-Ποιες ήταν οι βασικές πηγές της έρευνάς σου για το βιβλίο «Ο Κύπριος βιολάρης»; Η έρευνα για το βιβλίο βασίζεται ως επί το πλείστον σε εθνογραφικές συνεντεύξεις που έγιναν με τους ίδιους τους βιολάρηδες. Να σημειώσω εδώ ότι όταν αναφέρομαι σε βιολάρηδες, στο συγκεκριμένο συγκείμενο, αναφέρομαι και σε λαουτάρηδες, αφού η λέξη «βιολάρηδες» συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους μουσικούς αυτούς ως σύνολο. Εκτός από τις συνεντεύξεις, η έρευνα βασίζεται επίσης σε αρχειακές πηγές, δηλαδή προηγούμενες δημοσιεύσεις ή και ηχογραφήσεις/οπτικογραφήσεις.

-Τι είναι αυτό που ξεχωρίζεις από την εποχή εκείνη των βιολάρηδων; Εξαρχής με εντυπωσίαζε το ότι οι μουσικοί που συνάντησα έπρεπε να ξεκινήσουν να παίζουν ως επαγγελματίες από πολύ μικρή ηλικία –συχνά από την ηλικία των εννέα, δέκα ή έντεκα χρόνων– και «να φκάλουν έναν γάμο», δηλαδή να παίξουν όλα όσα χρειάζονταν για τις διάφορες τελετουργίες του γάμου, αλλά και όλα όσα χρειάζονταν για τη διασκέδαση που ακολουθούσε το μυστήριο. Οι βιολάρηδες, όπως αναφέρει ένας από τους μουσικούς του βιβλίου, «ήταν οι πρωταγωνιστές του γάμου τζαι μετά οι παπάες», αφού αυτοί ήταν που κρατούσαν τους καλεσμένους σε εγρήγορση και έκαναν μια σειρά από τελετουργίες δυνατές, για τρεις ή, παλαιότερα, και πέντε μέρες.   

-Ποιος είναι ο πιο σπουδαίος βιολάρης που συνάντησες; Αυτό είναι αδύνατο να το απαντήσω! Ο κάθε μουσικός είχε κάτι ξεχωριστό να προσφέρει: Άλλος είχε πολύ ωραίες ιστορίες, άλλος μπορούσε να μου δώσει πολλές μουσικές λεπτομέρειες, άλλος θυμόταν κάτι διαφορετικό σε σχέση με όλους τους άλλους, οπότε γινόταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα, κ.ο.κ. Οι ίδιοι οι βιολάρηδες, όμως, συχνά αναφέρονταν στον Γιάννη Σολομωνίδη, γνωστό ως «Γιαννούδι» λόγω του μικρού του αναστήματος, που λάμβανε διαστάσεις θρύλου στις αφηγήσεις τους. Το Γιαννούδι γεννήθηκε το 1884 στη Μόρφου και πέθανε το 1968 στη Λευκωσία.

-Οι ίδιοι οι βιολάρηδες πώς αντιμετώπισαν την έρευνά σου και την καταγραφή των μαρτυριών τους; Οι περισσότεροι μουσικοί που έλαβαν μέρος στην έρευνά μου ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία όταν τους πήρα συνέντευξη. Το ότι είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν για την παλιά τους τέχνη, να αναπολήσουν το παρελθόν τους, να γελάσουν με τις ιστορίες τους, αλλά και να θυμηθούν μέρη και ανθρώπους που είχαν ήδη χαθεί, τους έδινε πολλή χαρά. Η βοήθεια που μου πρόσφεραν στην καταγραφή της ιστορίας τους υπήρξε, χωρίς εξαίρεση, ανοιχτόκαρδη και γενναιόδωρη.

Ο Κύπριος βιολάρης: Η προφορική ιστορία μιας επαγγελματικής τάξης στον εικοστό αιώνα 

Εκδ. Ψηφίδες

Σελίδες 504
Τιμή 
24,75