Έκθεση στη Λεβέντειο Πινακοθήκη ξεδιπλώνει το χρονικό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
«Όταν τον Σεπτέμβριο του 1922 φθάσαμε με ναυλωμένο (πώς; Δεν ξέρω γιατί ήμουν πιτσιρίκος) τούρκικο εμπορικό πλοίο, οι Αλλαγιώτες της α΄αποστολής, στο λιμάνι της Λάρνακας, η τότε αγγλική διοίκηση της αποικιοκρατούμενης Κύπρου απαγόρευσε την αποβίβαση και είσοδο μας στο κυπριακό έδαφος […] Επι τρεις συνεχείς μέρες μείναμε νηστικοί – διψασμένοι με το άγχος και την αγωνία αν τελικά θα μας επιτραπεί η είσοδος μας στην Κύπρο ή ο Τούρκος πλοίαρχος του πλοίου θα μας οδηγήσει πίσω για σφαγή στο λιμάνι της Μερσίνας […] εγγύηση 300 τότε λιρών Αγγλίας για την είσοδο και παραμονή ημών των προσφύγων στο έδαφος της Κύπρου. Όντως, μετά την εξεύρεση του ως άνω ποσού μ’ εράνους και συνεισφορές των φιλόξενων Κύπριων αδερφών μας και των θείων μας βέβαια, και της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, και την καταβολή του στην αγγλική διοίκηση, μας εδόθη η άδεια και αποβιβασθήκαμε τότε στη Λάρνακα, όπου σε ειδικό χώρο ωσεί στρατόπεδο μείναμε υπο «Καραντίνα» 15 περίπου ημέρες».
Η ιστορία του Ιωάννη Π. Χατζηωάννου, από την Αλάγια Παμφυλίας, είναι μια από τις πολλές μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στην έκθεση «Από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο: Λάμψη – Καταστροφή – Ξεριζωμός – Δημιουργία» που παρουσιάζεται στη Λεβέντειο Πινακοθήκη ως τις 3 Μαρτίου του 2024.

Παρακολουθήσαμε την έκθεση σε μια ενδιαφέρουσα ξενάγηση από τις δυο επιμελήτριες, την Εβίτα Αράπογλου Επιμελήτρια της Ελληνικής Συλλογής της Λεβεντείου Πινακοθήκης και τη Δέσποινα Χριστοφίδου, Βοηθό Επιμελήτρια της Λεβεντείου Πινακοθήκης. Καθώς εισερχόμαστε στην έκθεση έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε σε ένα πλοίο και παρακολουθούμε την προκυμαία της Σμύρνης να «ζωντανεύει» με ψηφιακό κολάζ με εικόνες από την πόλη των αρχών του 20ου. Έτσι ξεκινά η αφήγηση της έκθεσης: με ένα ταξίδι στον ελληνισμό της Μικράς Ασίας από την Ιωνία και τα δυτικά παράλια, μέχρι την Καππαδοκία και τις νότιες επαρχίες, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.

Όπως μας εξήγησε η κ. Αράπογλου η προετοιμασία της έκθεσης για την επετειακή χρονιά των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2018 ως συνεργασία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και του Μουσείου Μπενάκη. Οι συλλογές και τα αρχεία του Κέντρου για τον μικρασιατικό ελληνισμό, ιδιαίτερα το αρχείο προφορικών μαρτυριών, προσέφεραν μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών. «Τα αναρίθμητα τεκμήρια από τα ιστορικά και τα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου, οι συλλογές με ενδυμασίες και χειροτεχνήματα από τη Μικρά Ασία, μα πάνω απ’ όλα τα πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια που υποδέχθηκε το Μουσείο όταν έφθασαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών, θα αντανακλούσαν λαμπρά τις πολύπτυχες όψεις της μικρασιατικής κληρονομιάς». Στην αγαστή αυτή συνεργασία έρχεται φέτος να προστεθεί η Λεβέντειος Πινακοθήκη, συνδιοργανώνοντας την έκθεση που συμπεριλαμβάνει την πλευρά της Κύπρου στο μικρασιατικό χρονικό.

«Η πρώτη ενότητα της έκθεσης είναι μια περιήγηση στις γενέτειρες αυτών που ξεριζώθηκαν είτε με την Έξοδο είτε με την Ανταλλαγή, ξεκινώντας από τα δυτικά παράλια –την κοσμοπολίτικη Σμύρνη αλλά και το Αϊβαλί, τα Βουρλά και άλλες ελληνικές κοινότητες– και εστιάζοντας σε απόψεις των πόλεων, στα επιβλητικά κτήρια, στις φημισμένες σχολές, στην αστική κοινωνία με τις ευρωπαϊκές συνήθειες» μας ανέφερε η Εβίτα Αράπογλου.
«Ακολουθούν οι νότιες επαρχίες και η Καππαδοκία με το συγκλονιστικό ανάγλυφο τοπίο, με τις εκκλησίες σκαρφαλωμένες στους βράχους, τα μοναδικά εκκλησιαστικά κειμήλια και τις καραμανλίδικες εικόνες, τις χρυσοκέντητες ενδυμασίες και τα λεπτοδουλεμένα χειροτεχνήματα, τα ξακουστά χαλιά. Και από εκεί, διασχίζουμε τον κόσμο του Πόντου, τις μεγάλες πόλεις, μονές και εκκλησιές με σπάνια κειμήλια, σπουδαία εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πιο δυτικά, περνούμε στη Βιθυνία και στην Προποντίδα, τόπους με μεγάλες ελληνικές κοινότητες, και επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη, κυρίως για τον συμβολισμό της πόλης-φάρου του ελληνισμού μέσα από το Πατριαρχείο και την εκπαίδευση. Το ταξίδι καταλήγει στο μεγάλο σταυροδρόμι, την Ανατολική Θράκη, συχνά «παραμελημένη» στις περιγραφές του μικρασιατικού χρονικού».

Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζει συνοπτικά τα γεγονότα της περιόδου ανάμεσα στο 1908 και στο 1922: την αλλαγή καθεστώτος και τους Έλληνες βουλευτές στην Οθωμανική Βουλή, τους πρώτους διωγμούς, το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις συνθήκες που ακολούθησαν, την απόβαση στη Σμύρνη, την πορεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέχρι την τραγική της κατάληξη. Οι εικόνες και οι μαρτυρίες ιστορούν την Καταστροφή και τη δραματική Έξοδο. Η τρίτη ενότητα παρουσιάζει τεκμήρια από την άφιξη των εκπατρισμένων Μικρασιατών στην Κύπρο, καθώς και της σταδιακής εγκατάστασης και ενσωμάτωσής τους στις πόλεις της.
Το ταξίδι από τη Σμύρνη μέχρι τα κυπριακά λιμάνια
Η Δέσποινα Χριστοφίδου μας ενημερώνει ότι η έκθεση «Από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο: Λάμψη – Καταστροφή – Ξεριζωμός – Δημιουργία» προσφέρει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να περιηγηθεί σε περισσότερα από 150 τεκμήρια και φωτογραφίες από ιδρύματα, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές από την Κύπρο, φθάνοντας συνολικά να περιλαμβάνει περισσότερα από 500 εκθέματα μαζί το πολύτιμο υλικό από το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Ανάμεσα στα κειμήλια που εμπλουτίζουν την ενότητα που αφορά την Κύπρο περιλαμβάνονται πολύτιμα αντικείμενα που φυλάσσονται στο Μουσείο της Ιεράς Μονής Κύκκου.

Στην αναζήτησή για απογόνους Μικρασιατών, συχνά από στόμα σε στόμα, «γίναμε μάρτυρες συγκλονιστικών και συγκινητικών ιστοριών» σημειώνει η κ. Χριστοφίδου. «Παιδιά και εγγόνια μάς ταξίδεψαν νοερά πίσω στον χρόνο μέσω γλαφυρών διηγήσεων που είχαν ακούσει από τους παππούδες τους. Μας εξιστορούσαν τη ζωή των προγόνων τους πριν από την Καταστροφή, μας μετέφεραν τον φυσικό και πολιτιστικό πλούτο της Μικράς Ασίας και –με ένα παράπονο– μας εξηγούσαν πώς η μοίρα τούς έφερε στις ακτές της Κύπρου».
Όπως αναφέρει ο Πέτρος Παπαπολυβίου στην έκδοση που συνοδεύει την έκθεση οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη έφθασαν στα κυπριακά λιμάνια τον Σεπτέμβριο του 1922 με δυο βρετανικά ατμόπλοια και ήταν στην πλειοψηφία τους Βρετανοί υπήκοοι ή κυπριακής καταγωγής Μικρασιάτες. «Η βοήθεια προς τους πρόσφυγες ήταν καθολική και γενναιόδωρη και όσοι από αυτούς αποβιβάστηκαν στην Κύπρο κατανεμήθηκαν αναλογικά στις πόλεις που ανέλαβαν τη φιλοξενία και τη συντήρησή τους για πολλούς μήνες, αφού προηγήθηκαν έρανοι. Έπειτα από τις πρώτες αφίξεις, η ενδεχόμενη εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων ανησύχησε τη βρετανική διοίκηση, που εμπόδισε τη μαζική τους είσοδο στο νησί, επιτρέποντας την αποβίβαση μόνον όσων είχαν κυπριακή καταγωγή ή συγγενείς στην Κύπρο, των Βρετανών υπηκόων και των Αρμενίων, καθώς δεν ήταν επιθυμητή η δημογραφική διαφοροποίηση υπέρ του πλειουψηφούντος ελληνικού στοιχείου» σχολιάζει ο Π. Παπαπολυβίου.
Στην έκδοση «Από την Μικρά Ασία στην Κύπρο», ο Π. Παπαπολυβίου τονίζει ότι από το 2010 η ίδρυση του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου και η συστηματική δράση των μελών του έχουν φέρει στο φως πολύτιμα τεκμήρια και μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, με διάφορες εκδόσεις, εκθέσεις κειμηλίων και συνέδρια, κυρίως με τα επιμελημένα ετήσια ημερολόγια του Συνδέσμου.