Τα περίτεχνα έργα του αυτοδίδακτου γλύπτη Κώστα Αργυρού, εμπνευσμένα από την Ιστορία, τη φύση, τη θρησκεία και την αρχαία ελληνική μυθολογία, αναδεικνύονται σε ένα σύγχρονο μουσείο που αναμένεται να γίνει πόλος έλξης ντόπιων και ξένων επισκεπτών.

Προσεγγίζοντας το Μουσείο Κώστα Αργυρού στον Μαζωτό, το πρώτο στοιχείο που σου τραβάει την προσοχή στην κύρια όψη είναι η Κόρη, εμπνευσμένη από τα διάσημα αρχαία γλυπτά των Καρυάτιδων που στηρίζουν την οροφή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη της Αθήνας. Έτσι και εδώ, η Κόρη μοιάζει να κρατάει στα χέρια της την οροφή του Μουσείου. Ήταν μια ιδέα του ίδιου του γλύπτη όταν σχεδίασε αρχικά το Μουσείο, ένα έργο ζωής που δημιούργησε με δικές του δαπάνες. Στη συνέχεια, όταν περιήλθε στη διαχείριση του κράτους, ανακαινίστηκε στη μορφή που είναι σήμερα και εγκαινιάστηκε πρόσφατα από την υφυπουργό Πολιτισμού Βασιλική Κασσιανίδου.

Σκηνή που εκτυλίσσεται στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας της Πετούντας, πολύ κοντά στη θάλασσα του Μαζωτού.

Μπαίνοντας στο εσωτερικό του Μουσείου, δίπλα σε μια προσωπογραφία του Κώστα Αργυρού ο γλύπτης συστήνεται στο κοινό ως εξής: «Κάμνω αγάλματα πέτρενα. Κάμνω αγάλματα πέτρενα ανάγλυφα, κάμνω ξύλινα αγάλματα, κάμνω τζιαι ανάγλυφα ξύλενα, κάμνω πίνακες, τζιαι κάμνω τζιαι εικόνες ψηφιδωτές. Εάν με αρωτήσει κανένας είντα που είμαι, είμαι καλλιτέχνης».

Ανάμεσα στα έργα του Μουσείου ξεχωρίζει ένα ψηφιδωτό πορτρέτο της Γκλόριας Κασσιανίδου. Με την γνωστή γκαλερίστρια τον συνέδεε στενή φιλία. Είναι άλλωστε ένας από τους ανθρώπους που ανέδειξαν το έργο του. Η κ. Κασσιανίδου είχε μεσολαβήσει στον Γκλαύκο Κληρίδη για να αναλάβει το κράτος το μουσείο, όπως ήταν και η επιθυμία του. Η ίδια θυμάται ότι τα πρώτα γλυπτά που έκανε ο Αργυρού ήταν ο Αδάμ και η Εύα. Στη συνέχεια έφτιαξε ένα κεφάλι γλυπτό της ίδιας, ένα πορτρέτο και ένα ψηφιδωτό, που της τα πήγε δώρο σε μια επίσκεψη στο σπίτι της.

Κοιμωμένη. Το έργο είναι εμπνευσμένο από την Κοιμωμένη του Ελλαδίτη γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. Μοντέλο ήταν η ανιψιά του γλύπτη.

«Εντυπωσιάστηκα από αυτά τα έργα και κάλεσα τον Ανδρέα Σαββίδη, τον γλύπτη, για να τα δει. Έτσι, τον ενθαρρύναμε ότι είχε ενδιαφέρον η δουλειά του και από τότε πήρε φόρα. Το 1975 του οργάνωσα την πρώτη έκθεση γλυπτών στη Σχολή Τυφλών, προτού ακόμη δημιουργήσω την γκαλερί μου. Στα χρόνια που ακολούθησαν παρουσίασα πολλές εκθέσεις στην γκαλερί Γκλόρια και ανέπτυξα στενούς δεσμούς μαζί του. Συνέχεια πήγαινα κόσμο στον Μαζωτό για να δει το εργαστήριο και τα γλυπτά του», μας λέει η Γκλόρια Κασσιανίδου.

Ο Χατζηδημήτρης καβαλάρης ενώ φέρνει στον Μαζωτό την εικόνα του Αγίου Ξενοφώντος

Κάποια στιγμή ο Κώστας Αργυρού αποφάσισε να δημιουργήσει ένα μουσείο και σταμάτησε να πουλά τα έργα του. Το δημιούργησε με δικά του έξοδα και αποφάσισε να το δωρίσει στο κράτος για να το διαχειρίζεται. Αρχικά, μας λέει η κ. Κασσιανίδου, η πολιτεία δεν το ήθελε. Όμως η ίδια, που είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Γλαύκο Κληρίδη, μίλησε μαζί του και του εξήγησε τη σπουδαιότητα της δωρεάς. Έτσι ανέλαβε το κράτος το μουσείο. Ο μοναδικός όρος που έβαλε ο Κώστας Αργυρού ήταν να του παραγράψουν ένα χρέος 100.000 ευρώ στον φόρο εισοδήματος για την περιουσία που έγραψε στα ανίψια του, όπως και έγινε. Μάλιστα, ο Κώστας Αργυρού έκανε πληρεξούσιο στην κ. Κασσιανίδου για να γίνει η μεταβίβαση του μουσείου στο κράτος.

Ψηφιδωτό πορτρέτο της Γκλόριας Κασσιανίδου με την οποία ο γλύπτης διατηρούσε στενή φιλία.

Τα εγκαίνια του Μουσείου έγιναν το 1997 από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη. Όταν το Μουσείο περιήλθε στην κατοχή της πολιτείας, το υπουργείο Παιδείας συνέστησε το Ίδρυμα Μουσείου Κώστα Αργυρού ως τον φορέα διαφύλαξης και προβολής του έργου του γλύπτη και λειτουργίας του Μουσείου. Το Μουσείο έμεινε κλειστό για κάποια χρόνια για να ανακαινιστεί. Στις 11 Νοεμβρίου του 2023 παραδόθηκε στο κοινό, προσφέροντας όλες τις λειτουργίες ενός σύγχρονου μουσείου, όπου ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το έργο του Αργυρού. 

Πολλά από τα γλυπτά του Αργυρού είναι εμπνευσμένα από την πανίδα και τη χλωρίδα της Κύπρου.

Όπως μας ανέφερε ο διευθυντής του Μουσείου Αντρέας Χατζηλουκάς, όραμα του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Μουσείου Κώστα Αργυρού είναι να καταστεί ζωντανό κύτταρο τόσο της τοπικής όσο και της ευρύτερης κοινωνίας και περιφερειακός κόμβος πολιτισμού. Ο κ. Χατζηλουκάς μας εξήγησε ότι η διαμόρφωση της έκθεσης των έργων του καλλιτέχνη έγινε στη βάση θεματικών ενοτήτων: Υπάρχουν ενότητες με θρησκευτική, εθνική και μυθολογική διάσταση καθώς και έργα εμπνευσμένα από την πανίδα και τη χλωρίδα της Κύπρου. Επίσης γίνεται ένα διαχωρισμός σύμφωνα με το είδος των υλικών: Πέτρινα, ξυλόγλυπτα και ψηφιδωτά. Εκτός από τη μόνιμη έκθεση με τα έργα του Αργυρού, το Μουσείο στοχεύει, μεταξύ άλλων, να φιλοξενεί συμπληρωματικές και περιοδικές εκθέσεις. Επίσης, όπως μας είπε ο κ. Χατζηλουκάς, θα αναπτύξει εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και άλλες κοινωνικές ομάδες και θα οργανώσει μια πληθώρα εκδηλώσεων που θα ενεργοποιούν και θα εμπνέουν την κοινωνία στο σύνολό της.

Τα γλυπτά του από ξύλο είναι εμπνευσμένα από τη θρησκεία, τη μυθολογία και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΞΥΛΟ

Ο Κώστας Αργυρού αρχικά ασχολήθηκε με τη γεωργία και τη βοσκή αιγοπροβάτων. Στη συνέχεια έφτιαξε δικό του ελαιοτριβείο, αλευρόμυλο και μύλο πλιγουριού και επεκτάθηκε στη λατόμηση και μεταφορά αμμοχάλικου και πέτρας, διατηρώντας και πλυντήριο σκύρων. Με την τέχνη καταπιάστηκε σε ηλικία 52 χρονών, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη γνώση και εμπειρία. Στα πρώτα του βήματα δημιούργησε γλυπτά από πέτρα και αργότερα από ξύλο. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη σύνθεση ψηφιδωτών παραστάσεων και πειραματίστηκε με τη ζωγραφική και τη σύνθεση σε επιφάνειες από γυαλί. Εμπνεόταν από τη λαϊκή παράδοση, την καθημερινή ζωή, το ζωικό βασίλειο, την Ιστορία και τους εθνικούς αγώνες, την αρχαία ελληνική μυθολογία και την ορθόδοξη χριστιανική εικονογραφία.

Ο Αργυρού είναι ο πρώτος επώνυμος Κύπριος ναΐφ γλύπτης. Η καλλιτεχνική του πορεία διήρκησε ως τον θάνατό του το 2001. Οργάνωσε ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε διάφορες ομαδικές στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Αρκετά έργα του περιλαμβάνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Στην ανατολική πλευρά του κεντρικού κτηρίου του Μουσείου βρίσκεται η Πινακοθήκη με τις θρησκευτικές ψηφιδωτές παραστάσεις και τα κενοτάφια του ιδίου και της συζύγου του. Εξωτερικά η αίθουσα θυμίζει εκκλησία, επειδή αρχικά προοριζόταν γι’ αυτή τη χρήση.

Τα έργα ήταν προέκταση της ίδιας της ύπαρξής τουΤης Ελένης Σ. Νικήτα

Ο Κώστας Αργυρού αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στην κυπριακή Τέχνη.  Γεννήθηκε το 1917 στο χωριό Μαζωτός, στους κόλπους μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Φοίτησε στο επτατάξιο δημοτικό σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια ρίχθηκε στη βιοπάλη. Μέχρι την ηλικία των 52 χρόνων δεν είχε καμιά σχέση με την τέχνη, όταν ένα τυχαίο γεγονός τον έφερε στην πόρτα του Αρχαιολογικού Μουσείου Λάρνακας. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που διάβαινε την πόρτα ενός Μουσείου. Όταν έφθασε στην αίθουσα των γλυπτών, αισθάνθηκε έναν υπόγειο και δυνατό δεσμό με την πανάρχαια αυτή παράδοση και αναφώνησε ότι μπορεί και αυτός να κάνει παρόμοια γλυπτά. Εκείνη τη στιγμή έθετε και το πρώτο μεγάλο «στοίχημα» της καλλιτεχνικής του πορείας, που μοιραία άρχισε από μια τυχαία συνάντηση με την αρχαία κληρονομιά της πατρίδας του. 

Επέστρεψε στο χωριό και έφτιαξε το πρώτο του ολόγλυφο δημιούργημα: ένα ανδρικό κεφάλι. Μια δημιουργική δύναμη, ένα ανυποψίαστο ταλέντο έβρισκε από εκείνη τη στιγμή μια διέξοδο για να εκφραστεί και να δημιουργήσει. Πολύ γρήγορα ο εντοπισμός των υλικών του και η δημιουργία των έργων του έγιναν η μόνη έγνοια της ύπαρξής του. Ο δρόμος, βέβαια, δεν ήταν εύκολος. Όπως όλοι οι αυτοδίδακτοι ναΐφ καλλιτέχνες, έπρεπε να ανακαλύψει και να κατακτήσει από μόνος του όλες τις τεχνικές, τη συμπεριφορά των υλικών του, τους δομικούς και στατικούς κανόνες της γλυπτικής δημιουργίας και όλα τα άλλα μυστικά που οι έντεχνοι δημιουργοί διδάσκονται σε εργαστήρια και σε σχολές Καλών Τεχνών. Τα εργαλεία του, αυτοσχέδια τις περισσότερες φορές, δεν έμοιαζαν σε τίποτε με εκείνα του γλύπτη της τεχνολογικής μας εποχής. Όμως αυτό δεν τον αποθάρρυνε. Με τα πενιχρά του μέσα σμίλευε ασταμάτητα, δίνοντας πνοή σε πέτρες και ξύλα. Βαθιά θρησκευόμενος καθώς ήταν, θεωρούσε το ταλέντο του θεϊκό δώρο και πρέσβευε ότι ο Θεός του στέρησε την τεκνοποιία για να τον προικίσει με το χάρισμα της δημιουργίας. Έτσι τα έργα  του αποκτούσαν μια ιδιαίτερη σημασία ως προέκταση της ίδιας της ύπαρξής του.

Ο ∆ιγενής Ακρίτας και ο Πενταδάκτυλος. Είναι το μεγαλύτερο και ογκωδέστερο έργο που εκτίθεται στο Μουσείο Κώστα Αργυρού. 

Τα θέματά του ο Κώστας Αργυρού άντλησε από τα προσωπικά του βιώματα και τις εμπειρίες, από τον κόσμο και την καθημερινότητα του Κύπριου χωρικού, από τις παραδόσεις και τη συλλογική μνήμη, αλλά και από τα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας του. Λόγω του γεγονότος ότι στην Κύπρο, ιδιαίτερα στα κυπριακά χωριά, η μετάβαση από τον γεωργοκτηνοτροφικό στον βιομηχανικό τρόπο ζωής επισυνέβη πολύ αργότερα σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη, ο Αργυρού έζησε σε μια εποχή κατά την οποία τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα, καθώς και οι αρχέγονοι μύθοι και οι πρακτικές, ήταν ακόμη ζωντανά και επηρέαζαν την καθημερινότητα των αγροτών. Όλα αυτά, μαζί με ό,τι έβλεπε, ό,τι διαισθανόταν, ό,τι ονειρευόταν, ό,τι νοσταλγούσε τα αφηγήθηκε στο έργο του· ένα έργο που αποκτούσε ιδιαίτερη δύναμη, γιατί αντλούσε μέσα από το συλλογικό υποσυνείδητο, που –στην περίπτωση του Αργυρού– ταυτιζόταν με το υποστασιακό.

Το κάθε έργο του  συνιστά και μια ξεχωριστή ιστορία· γιατί ο Αργυρού είναι ένας παραδοσιακός παραμυθάς που αφηγείται με μορφές σκαλισμένες σε πέτρα και ξύλο. Για να ενισχύσει την αφηγηματική δύναμη των έργων του, συχνά καταφεύγει στην προσθήκη έτοιμων αντικειμένων, εμπλουτίζοντας τα μέσα που χρησιμοποιεί και ταυτόχρονα την εκφραστική δύναμη και επιβλητική παρουσία των γλυπτών του.

Ο νομπελίστας Έλληνας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης έγραψε ότι στο έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «μας αποκαλύπτεται το αίσθημα της ιστορικής μας συνέχειας». Το ίδιο μπορούμε να ισχυρισθούμε και για το έργο του Κώστα Αργυρού. Μαζί του ξαναγεννήθηκε τον 20ό αιώνα η Κυπριακή αρχαϊκή γλυπτική, με όλη εκείνη τη δύναμη της φαντασίας και την εξπρεσιονιστική έκφραση που την χαρακτηρίζει. Ο Αργυρού έγινε ο δρόμος μέσα από τον οποίο  αναδύθηκαν στο παρόν οι μακρόχρονες μνήμες της γλυπτικής δημιουργίας. Χάρη στον χαρισματικό αυτόν δημιουργό, κοινωνούμε σήμερα την υπερχρονική τέχνη των αρχετύπων. Επομένως, δεν ιχνηλατούμε μορφικές συγγένειες μόνο μεταξύ της τέχνης του Αργυρού και της αρχαϊκής τέχνης, αλλά και μορφικές συνάφειες με τη λαϊκή μας τέχνη, καθώς και με την πρωτόγονη και με τη σύγχρονη ναΐφ γλυπτική δημιουργία· γενικά με κάθε μορφή πρωτογενούς τέχνης.

Η τέχνη του θεωρείται, λοιπόν, υπερχρονική και παγκόσμια. Υπερχρονική, γιατί έμεινε ανεπηρέαστη από τον παράγοντα χρόνο. Σε αυτή την απουσία ιστορικού χρόνου ως προς τη μορφοπλαστική ανάπτυξη των γλυπτών του οφείλεται εν μέρει και η απροσδιόριστη έλξη και γοητεία που ασκούν στον θεατή. Ο Αργυρού δεν γνώριζε, ούτε τον απασχολούσαν, ρεύματα και τεχνοτροπίες. Οι αλλαγές που παρατηρούνταν στα έργα του αποτελούν το απότοκο της συσσωρευμένης με τον χρόνο εμπειρίας και της μεγαλύτερης ευκολίας που αποκτούσε στην επίλυση των τεχνικών του προβλημάτων. Η τέχνη που μας παρέδωσε είναι μια τέχνη που δεν περιορίζεται από γεωγραφικά σύνορα. Παρόλη, όμως, την οικουμενικότητά της παραμένει μια κατ’ εξοχήν γηγενής τέχνη. Μια τέχνη καθαρά βιωματική που φέρει τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού χαρακτήρα στο υλικό, στη μορφή και στο περιεχόμενο.

Ελεύθερα 3.12.2023