Το 1892 η εφημερίδα Φωνή της Κύπρου έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση ανομίας στην οποία είχε περιέλθει η πόλη της Λευκωσίας. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των κατοίκων της πόλης είναι οι «αγυοπαίδες» ή αλλιώς τα «χαμίνια» που μέρα και νύχτα σκορπούν τον τρόμο στους διαβάτες. «Διά τους ημετέρους Γαβριάδες, γράφει η Φωνή, ο προορισμός των είνε η μέθη, η αταξία, το έγκλημα. Πειριέλθετε πάσας τα οδούς της πόλεως, θα ιδήτε αυτούς ανησυχούντας, υβρίζοντας, λιθοβολούντας, αλλοίμονον δε εις τον τολμήσαντα να συστήση αυτοίς φρόνησιν και ησυχίαν. Θα ακούση τα εξ’ αμάξης, πολύ δε πιθανόν μάλιστα να αισθανθή επί της ράχεώς του τα τερατώδη ρόπαλα, άτινα, ως απαραίτητον εφόδιον ούτοι πάντοτε φέρουσι.»
Τους κατοίκους της Λευκωσίας ενοχλεί επίσης η δράση των επαιτών. «Επιτέλους δεν είναι δυνατόν να ληφθή μια πρόνοια διά τους επαίτας οίτινες καθ’ εκάστην… περιέρχονται όλα τα μαγαζεία και τας οικίας της πόλεως, παρενοχλούσι τους διαβάτας προτείνοντες αυτοίς την χείραν και οι οποίοι κατήντησαν πλέον ανυπόφοροι; Είναι πανθομολογούμενον ότι οι πλείστοι των παρ’ ημίν επαιτών μετέρχονται το επάγγελμα τούτο εκ συστήματος και οκνηρίας μάλλον ή εκ πείνας. Διά τους τοιούτους λοιπόν πρέπει η αστυνομία να λάβη μέτρον απαγορεύουσα αυτοίς την επαιτείαν, καθ’όσον ουχί μόνον αίρεται η τόσην ενόχλησιν και αηδίαν προξενούσα αυτή πράξις, αλλά και πατάσσεται η οκνηρία.»
Το αίσθημα ανασφάλειας των Λευκωσιατών εντείνεται από το φαινόμενο των μικροσυμπλοκών μεταξύ ομάδων νεαρών. Όπως γράφει η Φωνή «Αληθής μάχη… συνήφθη μεταξύ χριστιανών και οθωμανών προ ολίγων νυκτών εν Λευκωσία, καταταράξασα ουκ ολίγον του δυστυχείς κατοίκους της πρωτευούσης. Διήρχετο τας οδούς της πόλεως οθωμανός τις κρατών μαχαιρίδιον και υβρίζων χριστιανοπαίδας τίνας. Οι ημέτεροι εκάλεσαν ζαπτιέν τίνα όπως τον συλλάβη, αλλ’ ούτος ηρνείτο… Πολλαί παρόμοιαι σκηναί λαμβάνουσι χώραν καθ’ εκάστην, ουδείς δε πλέον χριστιανός τολμά να διέλθη εκ τουρκικών συνοικιών…».
Η εφημερίδα θεωρεί ότι η πηγή του κακού βρίσκεται στην ανεπάρκεια της κυπριακής αστυνομίας. «Τα εγκλήματα θα περισταλώσι τότε μόνον όταν κατορθώσωμεν να έχωμεν αστυνομίαν εν τη νήσω. Οι ως επί το πλείστον αγράμματοι και άξεστοι χωρικοί… δεν πρέπει να καλώνται αστυνομικοί υπάλληλοι. Φρονούμεν ότι το μόνον μέσον προς καταστολήν των εγκλημάτων εν τη νήσω είναι η σύστασις αστυνομικού σώματος συνισταμένου εξ ανθρώπων ανεπτυγμένων.»
Πιο συγκεκριμένα, η Φωνή της Κύπρου εισηγείται την ανάληψη της ηγεσίας της Αστυνομίας από τον Αρχιδεσμοφύλακα κ. Cannons. «Ο κ. Κάννονς διοριζόμενος επαρχιακός αστυνόμος θα… καταστήση την πόλιν… πρότυπον ησυχίας και τάξεως. Γνωρίζομεν περιστάσεις καθ’ ας διά μόνης της παρουσίας αυτού, ουχί ως αστυνομικού υπαλλήλου αλλ’ ως ατόμου, διέλυσεν ομίλους ατακτούντων και διαπληκτιζομένων ανδρών. Τοιούτοι υπάλληλοι απαιτούνται διά τας εκτάκτους περιστάσεις της φοβεράς εγκληματικότητος υφ’ ας δυστυχώς διατελούμεν.»
Τα βαθύτερα αίτια της νεανικής παραβατικότητας όμως δεν είναι η ελλιπής αστυνόμευση των οδών της Λευκωσίας, αλλά το γεγονός ότι «Ο τόπος ούτος ουδέποτε εμορφώθη, ουδέποτε εγεύσατο ηθικής διδασκαλίας.» Η φράση του λογοτεχνικού πατέρα των «Γαβριάδων» του Παρισιού, «εκεί που ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή» ταιριάζει ιδανικά και στην περίπτωση της κυπριακής πρωτεύουσας του 1892.
Πηγή: Φωνή της Κύπρου 1892
ΦΩΤΟ: J.P. Foscolo, από τη Συλλογή Καρτ Ποστάλ του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου