Δεν πρόλαβα (δεν τόλμησα) να τον πω ποτέ «Μάκη», όπως τον φώναζαν οι συγγενείς και οι στενότεροι φίλοι του, οι πιο δικοί του άνθρωποι. Σήμερα αυτό με τσαντίζει πολύ. Αλλά με παρηγορεί που τον βρήκα εγκαίρως μπροστά μου, και τον άφησα (έτσι ελπίζω) να μου δείξει λίγα από τα βήματα για τον μεγάλο χορό, κάτι πετάγματα και άλματα πίστεως, που περιφρονούν το κενό, επειδή το γεμίζουν με υπερεκχείλιση χάριτος. 

Ο Χρυσόστομος Σταμούλης, πιθανόν ο σημαντικότερος θεολόγος της γενιάς του, και οπωσδήποτε από τους σημαντικότερους του κακού μας καιρού, φορέας (για να μην πω φαροφύλακας) του πνεύματος της Θεσσαλονίκης, που σαν περισπωμένη σκεπάζει απ’ άκρου εις άκρον τον κόσμο, κοιμήθηκε στη Ρόδο εντελώς ξαφνικά, στα 61 του χρόνια, στις 18 Αυγούστου 2025, μνήμη των αγίων πατέρων ημών Φλώρου και Λαύρου.

Φαίνεται ότι ο Μάκης μετακόμισε στον κόσμο του Παπαδιαμάντη μας, εκεί όπου ανέκαθεν ζούσε, παρά θιν’ αλός, σε ένα πανόραμα από κάλλος και φως: κόσμος το κάθε πλάσμα – ΕΞΑΠΑΝΤΟΣ.

Εγώ τον πρωτογνώρισα ερήμην του, το καλοκαίρι του 2008 ή 2009, διαβάζοντας σ’ ένα κυκλαδονήσι το θαυμάσιο βιβλίο του με τίτλο Κάλλος το άγιον. Τότε δοκίμαζα κουτσά στραβά την επιστροφή μου στην Εκκλησία (στον κόσμο που λέγαμε), και το έργο αυτού του άπλετου ανθρώπου στάθηκε καθοριστικός συντελεστής για τον νόστο, υπήρξε χαρτογράφος και πλοηγός, καταργώντας πλαστά στεγανά, και αναδεικνύοντας πλείστες όσες συνδέσεις / συνάψεις / συνάφειες ανάμεσα σε θύραθεν και θεολογική γραμματεία.

Ακριβέστερα, θα έλεγα ότι ο Σταμούλης, μανικός εραστής της Ορθοδοξίας, και γι’ αυτό γνησίως ανορθόδοξος, διέκρινε και διεύρυνε τη δυνατότητα προς εκκλησιασμό (αγιασμό, δηλαδή) του δυστυχισμένου θύραθεν πολιτισμού, τουτέστιν του σύμπαντος κόσμου, και παράφορα εργάστηκε για την πραγμάτωσή της, ώστε να μη μείνει έξω του νυμφώνος ουδείς. Η παραφορά αυτή ακράδαντα πιστεύω ότι μετρά το δικό του μερίδιο, τη μετοχή του στο μέγα μυστήριο του γάμου, στην ένωση του Θεού με τον Άνθρωπο.

Σε τέτοιες συνθήκες (εννοώ: γαμήλιες) αξιώθηκα να συναντήσω και προσωπικά τον Σταμούλη, μια δεκαετία μετά την ανάγνωση των κειμένων του, το έτος 2017, μήνα Σεπτέμβριο, στον Ιανό της Αθήνας, εκεί όπου είπα δυο λόγια για το ποιητικό βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τίτλο Ηλίου και Σελήνης άλως– η παρουσίαση μου είχε τον τίτλο: «Όπου γάμος και χαρά». Ο Σταμούλης ήταν πρώτος και καλύτερος, που σημαίνει τελευταίος, καθότι έκλεισε την εκδήλωση ως wedding singer, τραγουδώντας ποιήματα του Χαραλαμπίδη, σε δική του μουσική, σ’ ένα πιάνο. Όταν πήγα να συστηθώ και να τον ευχαριστήσω για τόσα πολλά (για τόσα δώρα), με αιφνιδίασε με μιαν εγκάρδια, μεγάλη αγκαλιά. Δεν ήξερα ακόμη ότι αυτή ήταν η στάση ζωής του – η άπλα∙ η απλοχωριά.

Τον άλλον χρόνο, Μάρτιο του 2018, και παρ’ όλο που είχαμε δώσει ραντεβού στη Θεσσαλονίκη, υποδέχθηκα τον Σταμούλη στην Κύπρο, και τον φιλοξένησα επί τριήμερο στο χωριό μου, στη Χλώρακα της Πάφου, για τις ανάγκες άλλης μιας παρουσίασης, μιας και ο Μάκης μού έκανε τη μεγάλη τιμή να μιλήσει για ένα μυθιστόρημά μου.

Στην εκδήλωση (παρεμπιπτόντως), όταν ο φίλος και φοιτητής του, ο συντοπίτης μας θεολόγος Παναγιώτης Θωμά, διαβάζοντας ένα κομμάτι από το κείμενό μου, έφτασε στη λέξη εξάπαντος, ο Σταμούλης μού ψιθύρισε: «Ξέρεις, τη γράφω κι εγώ συχνά αυτή τη λέξη», για να του απαντήσω, ασφαλώς – ή κι εξάπαντος: «Μα από σένα την έκλεψα».

Ύστερα πήγαμε για ποτό στο μπαράκι Craft, και μιλήσαμε για την Εκκλησία και την τέχνη, γελώντας συνωμοτικά. Την επαύριον λειτουργηθήκαμε στον Άγιο Νεκτάριο, γευματίσαμε στον Αϊ-Γιώργη της Πέγειας, περιηγηθήκαμε στην πόλη, και συζητήσαμε περί πολλά στο Κέντρο Τεχνών Κίμωνος, συμφωνώντας και διαφωνώντας για όλα. 

Στο αεροδρόμιο η σφραγίδα ήταν ξανά η αγκαλιά, μαζί και η υπόσχεση για καλή αντάμωση, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη. Τα καταφέραμε, κι ας μας πήρε άλλα εφτά χρόνια: αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, πριν από τρεις μήνες, Μάιο του 2025, στην Έκθεση Βιβλίου της πόλεως. 

Τον πέτυχα πρώτα τυχαία, στο περίπτερο των Εκδόσεων Αρμός, τη συνεργασία με τις οποίες οφείλω στον ίδιο: ο Σταμούλης ήταν που με είχε συστήσει στον ακάματο κύριο Γιώργο Χατζηιακώβου, το 2020, κι έτσι άρχισα να βγάζω τα δοκίμιά μου στον Αρμό, με τις ευλογίες της εκδότριάς μου, της μεγάλης κυρίας του Ίκαρου, Κατερίνας Καρύδη, που τον Μάκη τον αγαπούσε πολύ – τον αγαπά, εννοώ∙ πάρα πολύ.

Εκεί, λοιπόν, μου χάρισε ο Σταμούλης το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο Mind the Gap, που τον αλλάζω στο παρόν κείμενο για να τηρήσω μιαν άτυπη παράδοση, ένα καλό πείραγμα μεταξύ φίλων, που ξεκίνησε κατά το 2021, όταν έλαβα το βιβλίο του με τίτλο Φάγαμε ήττα, και του έστειλα ένα μήνυμα με τον τίτλο «Νίκη», οπότε εκείνος συναίνεσε γελαστός, και στο τέλος έγραψε: «Καλή ανάσταση, με φως, πολύ φως, υγεία και αγάπη». 

Δεν πρόκειται για ευχή– εξάπαντος όχι∙ πρόκειται για την πιο ακριβή περιγραφή της πραγματικότητας. Στη Θεσσαλονίκη, όταν με αγκάλιασε ο Μάκης για τελευταία φορά, ήταν η 11η Μαΐου 2025, μια Κυριακή, ημέρα Κυρίου, ημέρα αναστάσιμη. Κι εμείς παρουσιάσαμε (μαζί και με τους Δημήτρη Μαυρόπουλο και Γαβριήλ Πεντζίκη), το αριστούργημα του Νίκου Πεντζίκη με τίτλο Ο πεθαμένος και η ανάσταση, έναν τίτλο που δεν γίνεται να τον πειράξει κανένας. 

Ώστε η τελευταία αγκαλιά δεν ήταν παρά το προοίμιο, τα προλεγόμενα, η καινή απαρχή: τον Χρυσόστομο Σταμούλη θα τον βρίσκουμε μπροστά μας (που θα πει: μέσα μας) για χρόνια και χρόνια– γιατί το έργο του, που ήταν η ζωή του, είναι κτήμα ες αεί.

Τον αποχαιρετώ σήμερα με ευγνωμοσύνη και αγάπη, και με τη βεβαιότητα ότι εκείνος θα μας καλωσορίσει (σήμερα∙ εδώ και τώρα) στην ευρυχωρία της Εκκλησίας, όπως έκανε πάντοτε, με του χορού τα βήματα, που οδηγούν το κενό της ψυχής μας σε μέτρο πληρώματος της ηλικίας του Χριστού – στο πλήρωμα το πνευματικό της αγάπης.

Θερμά συλλυπητήρια στους πιο δικούς του ανθρώπους, στην οικογένεια, και σε τόσους φίλους, φοιτητές, συνομιλητές, και παρακαλώ να με συγχωρέσουν για τη φλυαρία. Σιωπώ διά χειλέων ΝΓΠ, από το βιβλίο που διαβάσαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη. 

Ακούστε: «“Χριστός Ανέστη”, ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής. “Χριστός Ανέστη” την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου, και την ξανακερδίζω με τη μνήμη. “Χριστός Ανέστη”, η φωνή των αιώνων επιμένει και καταλαβαίνω το χρέος μου. […] Πρέπει, το καταλαβαίνω ως χρέος μου, ο νέος που πέθανε να θελήσω ν’ αναστηθεί, γιατί αλλιώς η ζωή μένει αδικαιολόγητη. // Πρέπει να μεσολαβήσει η νύχτα». 

Αληθώς ανέστ – γι’ αυτό: καλό ξημέρωμα, με φως, πολύ φως, υγεία και αγάπη.  

Πάφος, 19 Αυγούστου 2025