Σε ηλικία 91 ετών έφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός Κολομβιανός ζωγράφος Φερνάντο Μποτέρο.

Το έργο του είναι απολύτως προσωπικό και αναγνωρίσιμο. Στο ελληνικό κοινό συστήθηκε το 2006 με μία μεγάλη αναδρομική έκθεση που είχε λάβει χώρα στην Εθνική Πινακοθήκη.

«Πέθανε ο Φερνάντο Μποτέρο, ο ζωγράφος των παραδόσεων και των ατελειών μας, ο ζωγράφος των αρετών μας» τόνισε ο Κολομβιανός πρόεδρος, Γουστάβο Πέτρο, με ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ.

Ο διάσημος ζωγράφος, γλύπτης και σκιτσογράφος πέθανε στο σπίτι του στο πριγκιπάτο του Μονακό, όπου ανάρρωνε από πνευμονία, γράφει η El Pais.

Ήταν αυτοδίδακτος καλλιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξης. “Η τέχνη πρέπει να παράγει ευχαρίστηση”, έλεγε “ωστόσο, έχω ζωγραφίσει και δραματικά πράγματα. Πάντα αναζητούσα τη συνοχή, την αισθητική, αλλά έχω ζωγραφίσει βία, βασανιστήρια, το πάθος του Χριστού… Υπάρχει μια διαφορετική ευχαρίστηση στη δραματική ζωγραφική, στην ίδια τη ζωγραφική. Η μεγαλύτερη χαρά της ζωγραφικής, η ομορφιά, δεν θέτει το δραματικό και το απολαυστικό σε αντίθεση μεταξύ τους”, είχε πει τότε.

Ποιος ήταν ο Φερνάντο Μποτέρο
Ο Φερνάντο Μποτέρο, γεννημένος το 1932 στο Μεντεγίν, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Θα μείνει στην ιστορία για το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος που ονομάζεται Μποτερίσμο και το οποίο απεικοινίζει ανθρώπους και αντικείμενα σε παραμορφωμένες και ευμεγέθεις διαστάσεις.

Γεννήθηκε το 1932 στην πόλη Μεδεγίν της Κολομβίας, γνωστή για τις κακόφημες συνοικίες της. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και πέθανε ενώ ο Φερνάντο ήταν δύο ετών. Η πρώτη του επαφή με τη ζωγραφική προήλθε εξ ολοκλήρου από βιβλία και αντίγραφα. Στην ηλικία των δώδεκα ετών, παράλληλα με τις σπουδές του, άρχισε να εκπαιδεύεται ως ταυρομάχος, κατόπιν προτροπής κάποιου θείου του, ωστόσο δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην τέχνη της ταυρομαχίας.

Οι σκηνές των ταυρομαχιών, αποτέλεσαν όμως ένα από τα θέματα που επιχείρησε να αποδώσει στα πρώιμα έργα του, παράλληλα με αρκετές τοπιογραφίες, τις οποίες ζωγράφιζε στην ύπαιθρο. Μέρος της θεματολογίας και έμπνευσής του προερχόταν ακόμα από τα βιβλία του πατέρα του, με θέμα τη γαλλική επανάσταση, τα οποία ήταν εικονογραφημένα με αρκετές προσωπογραφίες της εποχής. Η πρώτη του ατομική έκθεση οργανώθηκε με μεγάλη επιτυχία το 1952, στη γκαλερί του Leo Matiz, στην πόλη της Μπογκοτά όπου είχε εγκατασταθεί νωρίτερα. Τον ίδιο χρόνο, συμμετείχε στο 9ο Σαλόνι Κολομβιανών Καλλιτεχνών και απέσπασε το δεύτερο βραβείο, γεγονός που του εξασφάλισε φήμη στον κύκλο των καλλιτεχνών και διανοουμένων της Μπογκοτά, αλλά και αρκετά χρήματα ώστε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Ευρώπη.

Το φθινόπωρο του 1952, ο Μποτέρο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη και γράφτηκε στην Ακαδημία του Σαν Φερνάντο για σπουδές στη ζωγραφική. Παρέμεινε στην ακαδημία για δύο εξάμηνα, μελετώντας παράλληλα τα κλασικά έργα που φιλοξενούνταν στο μουσείο του Πράδο και στη συνέχεια, αφού επισκέφτηκε για ένα διάστημα το Παρίσι, την καλλιτεχνική πρωτεύουσα στη δεκαετία του 1950, μετακόμισε στη Φλωρεντία όπου γράφτηκε στην Ακαδημία του Αγίου Μάρκου.

Ο Μποτέρο σπούδασε για πρώτη φορά τις θεωρητικές βάσεις της ζωγραφικής παράλληλα με τις τεχνικές πλευρές της, παρακολουθώντας τις διαλέξεις των διακεκριμένων ιστορικών τέχνης Ρομπέρτο Λόνγκι (Roberto Longhi) και Μπέρναρντ Μπέρενσον (Bernard Berenson). Παράλληλα, ταξιδεύοντας στην Ιταλία, μελέτησε τα έργα των κλασικών τηςαναγέννησης, όπως του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα στο Αρέτσο ή των Τιτσιάνο και Τζορτζόνε στη Βενετία.

Τον Μάρτιο του 1955, επέστρεψε στην Μπογκοτά όπου πραγματοποίησε ατομική έκθεση, με έργα που είχε ολοκληρώσει κατά την περίοδο της διαμονής του στην Ιταλία. Η έκθεση αυτή σημείωσε αποτυχία, καθώς τα έργα έγιναν δεκτά με περιορισμένο ενδιαφέρον και θεωρήθηκαν αρκετά «ακαδημαϊκά». Χωρίς οικονομικούς πόρους από τα έργα του, ο Μποτέρο αναγκάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα να συντηρηθεί οικονομικά εργαζόμενος ως πωλητής ελαστικών αυτοκινήτων. Λίγους μήνες αργότερα, αναχώρησε για το Μεξικό, το οποίο πρωταγωνιστούσε εκείνη την εποχή στην καλλιτεχνική ζωή της Λατινικής Αμερικής, με καλλιτέχνες διεθνούς ακτινοβολίας όπως η Φρίντα Κάλο ή ο Ντιέγκο Ριβέρα.

Ο Μποτέρο επηρεάστηκε από το μοντέρνο κίνημα στο Μεξικό, αν και ο ίδιος δεν το ακολούθησε ποτέ πιστά, και σύντομα άρχισε να συνεργάζεται με επαγγελματικές γκαλερί και να διαπραγματεύεται εκθέσεις έργων του σε χώρες του εξωτερικού. Την ίδια περίπου περίοδο, ξεκίνησε να διαφοροποιεί τον όγκο των μορφών που απεικόνιζε στους πίνακές του, υιοθετώντας ογκώδεις και παραμορφωμένες φιγούρες, στοιχεία που τα επόμενα χρόνια θα συνιστούσαν το κύριο χαρακτηριστικό του έργου του.

Ένα από τα πρώτα έργα στα οποία εφάρμοσε την τεχνοτροπία αυτή, αποτέλεσε η Νεκρή φύση με μαντολίνο, το οποίο παρουσίασε στα τέλη του 1956 και τις αρχές του 1957, στα πλαίσια της συμμετοχής του σε μία έκθεση της Παναμερικανικής Ένωσης, που διοργανώθηκε στην Ουάσιγκτον. Στην Αμερική, ο Μποτέρο είχε επίσης την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό και το έργο καλλιτεχνών όπως ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Βίλεμ ντε Κούνιγκ.

Η αναγνωρισιμότητα των έργων του
Το έργο του Μποτέρο περιλαμβάνει προσωπογραφίες (συνήθως ομαδικές), τοπία και αναπαραστάσεις νεκρής φύσης ή καθημερινών σκηνών, προσηλωμένο στην παραστατική ζωγραφική και κατά βάση ανθρωποκεντρικό. Αν και χαρακτηρίζεται ως εικονιστικός ζωγράφος, το έργο του απέχει από τον ρεαλισμό, αποδίδοντας την πραγματικότητα μέσα από ογκώδεις διαστάσεις των αντικειμένων και υπερτροφικές, ευτραφείς ανθρώπινες μορφές.

Η υπερβολή αυτή, επαναλαμβανόμενη στο έργο του Μποτέρο, αποτελεί βασικό στοιχείο του ιδιαίτερου και άμεσα αναγνωρίσιμου ύφους του, μαζί με την καθαρότητα στην απόδοση των μορφών που παραπέμπει στην αναγεννησιακή τέχνη.

Ο Μποτέρο απεικόνισε όλο το φάσμα της λατινοαμερικανικής μικροαστικής τάξης, σπανίως στο χώρο εργασίας της, προσεγγίζοντάς την με συμπάθεια, αίσθημα αλληλεγγύης και «αγάπη σε κάθε πινελιά», όπως ο ίδιος σημειώνει, αποτυπώνοντας την συνήθως μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας. Από το έργο του δεν λείπει και το στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής ευαισθησίας. Τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι ιρακινοί αιχμάλωτοι στις φυλακές του Αμπου Γκράιμπ, στις αρχές του 2003, τον ενέπνευσαν για μία σειρά από πίνακες που αποτυπώνουν το γεγονός αυτό.

Τα γλυπτά του είναι εμπνευσμένα από αρκετές διαφορετικές πηγές, με κυρίαρχες επιρροές από την πρώιμη αιγυπτιακή τέχνη και τα ανθρωπόμορφα αγγεία και γλυπτά των προκολομβιανών πολιτισμών. Χαρακτηρίζονται συχνά από τις γιγαντιαίες διαστάσεις τους και βασίζονται κυρίως στο μονόχρωμο μπρούντζο, αγαπημένο υλικό του Μποτέρο. Βασικό στοιχείο για το σύνολο των γλυπτών του είναι ακόμα η άρτια εκτέλεση και οι ομαλές, λείες επιφάνειες, στοιχείο που υπογραμμίζει τον αισθησιασμό των έργων. Υπερμεγέθη γλυπτά του Μποτέρο εκτέθηκαν δημόσια, για πρώτη φορά, στο Καστέλο Μπελβεντέρε της Φλωρεντίας, το 1991, και αμέσως μετά στο καζίνο του Μόντε Κάρλο και στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού.

Το 1993 υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης του οποίου γλυπτά παρουσιάστηκαν στην Παρκ Άβενιου της Νέας Υόρκης, ενώ το 1999 τριάντα γλυπτά του εκτέθηκαν στην Πιάτσα ντελα Σινιορία της Φλωρεντίας, ανάμεσα σε έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Τσελίνι.

Πηγή: news247.gr